- ἀψύχων
- ἀψύ̱χων , ἄψυχοςlifelessmasc/fem/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αψύχων δίκες — Δικαστικές υποθέσεις στην αρχαία Αθήνα, που στρέφονταν εναντίον άψυχων αντικειμένων, τα οποία εκπροσωπούσαν όμως θεϊκές δυνάμεις και θεωρούνταν υπεύθυνα για τον φόνο ή τον τραυματισμό ενός ανθρώπου ή ενός ζώου. Τέτοια αναφορά γίνεται στον… … Dictionary of Greek
ἀψυχῶν — ἀψυχέω swoon pres part act masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
бездоушьныи — (86) пр. Не имеющий души, без души: бездоушьноу гл҃˫а г҃ню плъть. (ἄψυχον) КЕ XII, 283а; преже бо созда б҃ъ тѣло адама бездушно потомь же д҃шю СбЧуд XIV, 289а; пло(т) безумну и бе||здушну имѣти х(с)у. ГБ XIV, 59а б; а иже комкаѥть оплатки… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
μητέρα — και μήτηρ, η (ΑΜ μήτηρ, Α δωρ. τ. μάτηρ Μ και μητρί) 1. γυναίκα που έχει γεννήσει παιδί, μάννα 2. θηλυκό ζώο που έχει γεννήσει 3. πρώτη αρχή, αφορμή, αιτία («ἀργία μήτηρ πάσης κακίας», γνωμ.) 4. επίθετο τής Γης ως μητέρας όλων τών εμψύχων και… … Dictionary of Greek
νατ(ο)ύρ μορτ — η άκλ. νεκρή φύση, ζωγραφική απεικόνιση άψυχων αντικειμένων, όπως λουλουδιών, καρπών κ.λπ. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. nature morte «νεκρή φύση»] … Dictionary of Greek
νεκρός — ή, ό, θηλ. και ά (ΑΜ νεκρός, ά, όν) 1. αυτός που στερήθηκε τη ζωή, πεθαμένος («χελώνην ποὺ νεκρὰν εὑρών», Λουκιαν.) 2. αυτός που δεν έχει ζωτικότητα ή κίνηση, αδύνατος, άτονος, αδρανής (α. «να σέ σφίξω απεθυμάω, μα το χέρι είναι νεκρό», Σολωμ. β … Dictionary of Greek
πανθεϊσμός — Δοξασία που τείνει να θεοποιήσει το σύμπαν και στην οποία φτάνει κανείς με τον φιλοσοφικό στοχασμό, ξεπερνώντας, εσωτερικά, μια πολυθεϊστική θρησκεία. Στον πολυθεϊσμό, οι θεοί ενυπάρχουν στη φύση, είναι οι ίδιες οι μορφές της φυσικής… … Dictionary of Greek
φωνή — Το αποτέλεσμα ενός συντονισμένου συνόλου κινήσεων των φωνητικών οργάνων, που πραγματοποιείται κάτω από τον έλεγχο των νευρικών κέντρων. Τα συστήματα παραγωγής της φ. διαιρούνται σχηματικά σε 3 κατηγορίες: 1) αναπνευστικό σύστημα· 2) λαρυγγικό… … Dictionary of Greek
φύση — η / φύσις, εως, ΝΜΑ 1. το σύνολο τών φυσικών ιδιοτήτων, η σύσταση ή η κατάσταση ενός πράγματος (α. «δεν τό επιτρέπει η φύση τής χώρας» β. «τέτοια είναι η φύση τού πολιτεύματος» γ. «καί μοι φύσιν αὐοῦ [τοῦ φαρμάκου] ἔδειξεν», Ομ. Οδ. δ. «ἡ φύσις… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… … Dictionary of Greek